- παγίς
- ловушка, западня, силок; LXX: (פַּח), (מוֹקשׂ), (רֶשׂת).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παγίς — παγίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. παγίδα … Dictionary of Greek
παγίς — trap fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδα — παγίς trap fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδας — παγίς trap fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδες — παγίς trap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδεσιν — παγίς trap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδεσσι — παγίς trap fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδεσσιν — παγίς trap fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδι — παγίς trap fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδοιν — παγίς trap fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίδος — παγίς trap fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)